Ο παθιασμένος και αναδυόμενος έρωτας μιας παντρεμένης μικροαστής κυρίας που μετά την υποβάθμιση της αριστοκρατικής της καταγωγής περιφέρετε με ένα σκυλάκι στους δρόμους της Γιάλτας και ερωτεύεται παράφορα αλλά με διαφορά φάσης ένα Μοσχοβίτη φιλόλογο στο παρακείμενο παραθαλάσσιο θέρετρο, χωρίς φυσικά να τον γεύονται πραγματικά και οι δύο ποτέ. Εδώ πέρα, η απόσταση του χώρου και του χρόνου, είναι μια παλινδρόμηση στα εικονικά συναισθήματα της αναπόλησης. Συνειρμών που περιδιαβαίνουν και περιφέρονται ανάμεσα σε γλάρους που πετούσαν, η δεν πετούσαν αμέριμνα (ρητορικό το αντεστραμμένο σχήμα), είτε στα παραθαλάσσια και παράκτια θέρετρα, είτε πάνω από τα υπό πώληση κτήματα του κάθε Θείου Βάνια και της κάθε – και όποιας οικογένειας του. Όπου ο ένας ερωτεύεται απρόσκοπτα τον άλλο διαπερνώντας τον νοερά και μην αγγίζοντας την “τραγωδία” των οικογενειακών δια του γάμου δεσμών, κάνοντας τα ελεγχόμενα πάθη να μοιάζουν πότε με λύτρωση και πότε με φυλακή. Να είναι παρόμοια με αυτά των τριών αδελφάδων να παραληρούν, η μια ενός στην ιδέα ενός συμβιβαστικού ψυχρού γάμου, που στις αποσκευές του θα ενυπάρχει και ο εραστής, η άλλη να θέλει να επιστρέψει στη Μόσχα και να συνεχίσει την εργασία της ως καθηγήτρια στη μέση εκπαίδευση, όπως και του αδελφού τους σε κάποιο Μοσχοβίτικο Πανεπιστήμιο και η τρίτη ζει ηθελημένα και μονίμως στην επιβράβευση του ναρκισσισμού της, ως αποτέλεσμα της μονομαχίας των ερωτικών της αντίζηλων. Αυτό το δράμα των ανεκπλήρωτων επιθυμιών είναι πανταχού παρόν και μονίμως ο κοινός παρονομαστής, κάθε αφήγησης του μεγάλου Άντων Τσέχοφ, σχεδόν σε όλο το μήκος, πλάτος, βάθος και ύψος της γραφής του.
Read More