Τα υπέροχα τοπία των σιωπηλών χρωμάτων
Πέρασαν έντεκα Χρόνια από το Θάνατο του Μέγιστου Θεόδωρου Αγγελόπουλου και μας φαίνεται σαν χτες. Έβρεχε καταρρακτωδώς και καθόμασταν στο εσωτερικό του παλιού μας αυτοκινήτου ενός xsara του 1998 και κλαίγαμε πάνω στο τιμόνι, λες και έφυγε ένας δικός μας άνθρωπος με λυγμούς και με ένα γιατί τώρα;;;
Η αλήθεια ήταν ότι έφυγε ένας δικός μας άνθρωπος, από αυτούς που πήγε τις σκέψεις, τους συλλογισμούς, τους προβληματισμούς και τους πόθους της καλύτερης ποιότητας αυτής της χώρας από μια άλλη γενιά ως χαμένη ευκαιρία, για να την πάει σε ένα άλλο επίπεδο και σε μια βαθιά μελαγχολία που ήταν γκρίζα όπως τα τοπία του, επειδή κόλλησε στα λασπόνερα και στους βάλτους της σωστής πλευράς της ιστορίας.
Που θα μπορούσε να είναι καλύτερη σε όλα τα επίπεδα, αλλά κατάληξε να είναι χώρος και μια αποικία σε ενδιάμεση εξαρτημένη θέση που πουλάει το τομάρι της με όρους αρχαιολατρείας, αλλά πλέον είναι μια ξεχασμένη και χωρίς καμία προοπτική. Είναι ένας χώρος που άγεται και φέρεται στις ορέξεις των βιαστών της, μια περιοχή που μοιάζει με ένα σώμα που είναι διαρκώς στην εντατική περιμένοντας το επόμενο ανέλπιστο αδιέξοδο.
Αυτά κατέγραφε ο μεγάλος Τεό και γι αυτό το λόγο δεν είναι κοντά μας εδώ και έντεκα χρόνια, ο Τεό που λείπει και θα λείπει για πολλά χρόνια, ο στοχαστής, ο ποιητής, ο αναλυτής της εικόνας, μέσα από τις ιστορικές του πινελιές και μέσα από τις τριλογίες του.
Αυτές που μέσα από το Σεφερικό τους τοπίο, το γκρίζο και ταυτόχρονα αμυδρά χρωματιστό, αποθέωσε την Ελλάδα που αγαπήσαμε, την Ελλάδα που αποτυπώθηκε στο αντάρτικο τραγούδι, “στα άρματα”, με τον στίχο “Θέλουμε ελεύθερη εμείς πατρίδα και πανανθρώπινη τη λευτεριά”.
Πέρασαν 11 χρόνια και μοιάζει σα να ήταν μόλις πριν λίγο, ούτε καν χτες, 11 χρόνια χωρίς τον Τεό, όμως τότε ήταν μια άλλη χώρα που την προετοίμαζαν για χώρο και ο Τεό προειδοποιούσε με τη μηχανή του, τραβώντας σιωπηλά τα πάθη της, σαν άλλος στωικός Φιλόσοφος.