Ο ποιητής της Ρωμιοσύνης στο φέγγος του σεληνόφωτος
Ο ποιητής της Ρωμιοσύνης στο φέγγος του σεληνόφωτος
Ήταν 11 του Νοέμβρη του 1990, όταν σταμάτησε να χτυπά η καρδιά του μεγάλου μας ποιητή, που κατά πολλούς, εκτός του ότι είναι ο ποιητής της Ρωμιοσύνης, είναι και ο μεγαλύτερος όλων. Ο γλωσσικός του πλούτος οργιώδης , ανεπανάληπτος, μοναδικός, εύστοχος και πάνω απ’ όλα ρηξικέλευθος και ταξικός, με την οπτική της Βαλκανικής καθώς και της Ανατολικής Μεσογείου.
Παρότι τον εντάσσουν στην γενιά του ’30, ουδόλως σχετίζεται με αυτήν, τουλάχιστον στο περιεχόμενο κι αυτό αποδείχνεται στη φάση των μεταφράσεων του στο μεγάλο Μαγιακόφσκι και όχι μόνο σε αυτόν φυσικά. Λάτρης και εκφραστής του μοντερνισμού, αποτιμήθηκε από τον εθνικό μας ποιητή Κωστή Παλαμά με τη γνωστή του δημοσιολογική δημοσίευση που αφορούσε ένα ποίημα του ΜΕΓΙΣΤΟΥ Γιάννη Ρίτσου το «Τραγούδι της Αδελφής μου», η οποία κοντολογίς, στο τέλος άφηνε το σαφέστατο μήνυμα «Παραμερίζουμε, ποιητή, για να περάσεις…», το οποίο αποτυπώθηκε επακριβώς με αυτό τον τρόπο.
“Το τραγούδι σου είν’ από ιχώρ κι είν’ από αιθέρα.
Όρθρος καθαρής αυγής φέρνει την ημέρα.
Γλήγορο αργοφλοίβισμα της γαλάζιας πλάσης.
Να παραμερίσουμε για να περάσεις.”
Τώρα τι να πεις και τι να γράψεις για το μεγάλο μας ποιητή; Στην πραγματικότητα, ότι κι αν πεις, ότι κι αν γράψεις είναι ένας ελάχιστος φόρος τιμής στον μεγαλύτερο ζωγράφο των λέξεων και των ποιητικών εκφράσεων. Θα επαναλάβεις, θες δε θες πράγματα, τετριμμένα και χιλιοειπωμένα. Εμείς εδώ πέρα με απόλυτη ευλάβεια, αγάπη και σεβασμό στο υπέροχο έργο του ποιητή, θέλουμε να μιλήσουμε για το μηνυματικό αποτέλεσμα των ΤΕΡΑΣΤΙΩΝ ΕΡΓΩΝ του. Γι αυτά που μίλησε τόσο για τον έρωτα, όσο και τις κοινωνικές και εθνικές επαναστάσεις και τους αγώνες των λαοτήτων της περιοχής που περιλάμβανε στο εσωτερικό της, ο γεωγραφικός χώρος της πρώην Ανατολικής Ρωμαϊκής και της συνέχειας της, η Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Οι ποιητικές νόρμες του, είναι ακόμα μεγαλύτερες και από την ίδια την κοινωνική υπόσταση της υποδουλωμένης Ρωμιοσύνης. Αυτής που εξεγείρεται και στέκεται ευθυτενής και φεγγοβολά, σαν πεφωτισμένη ηλιαχτίδα από το κηροπήγιο της ιστορίας της και φέρει το προμηθεϊκό δώρο στους λαούς της περιοχής. Είναι το αποτέλεσμα της εξελικτικής διάστασης αυτών των κοινωνιών που με υπερηφάνεια αντιμετωπίζουν τόσο τις νίκες, όσο και τις ήττες. Πού οι στίχοι των ποιημάτων του τεράστιου αυτού ποιητή και κονδυλοφόρου όλων των λογοτεχνικών τάσεων, στέκονται με την ανώτερη μορφή ευλάβειας, πότε στην μάνα που θρηνεί τον καπνεργάτη γιο της που πέφτει νεκρός την πρωτομαγιά του ’36 από τις δυνάμεις καταστολής και τους παρακρατικούς, η μοιράζεται με τους συντρόφους του, το χώμα που προσπάθησαν να κλέψουν, οι συνεχιστές φονιάδες της εργατικής τάξης και πότε στην Αγρύπνια για τον επιτάφιο της ανυπόταχτης πολιτείας που θα αναστηθεί στο κοντινό μέλλον.
Μέρα Μαγιού
Μέρα Μαγιού μου μίσεψες
μέρα Μαγιού σε χάνω
άνοιξη γιε που αγάπαγες
κι ανέβαινες απάνω
Στο λιακωτό και κοίταζες
και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου
το φως της οικουμένης
Και μου ιστορούσες με φωνή
γλυκιά ζεστή κι αντρίκεια
τόσα όσα μήτε του γιαλού
δεν φτάνουν τα χαλίκια
Και μου `λεγες πως όλ’ αυτά
τα ωραία θα `ναι δικά μας
και τώρα εσβήστης κι έσβησε
το φέγγος κι η φωτιά μας
Ρωμιοσύνη I
(ἀπὸ τὰ Ποιήματα 1930-1960, B´, Κέδρος 1961)
Αὐτὰ τὰ δέντρα δὲ βολεύονται μὲ λιγότερο οὐρανό,
αὐτὲς οἱ πέτρες δὲ βολεύονται κάτου ἀπ᾿ τὰ ξένα βήματα,
αὐτὰ τὰ πρόσωπα δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸν ἥλιο,
αὐτὲς οἱ καρδιὲς δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸ δίκιο.
Ἐτοῦτο τὸ τοπίο εἶναι σκληρὸ σὰν τὴ σιωπή,
σφίγγει στὸν κόρφο του τὰ πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στὸ φῶς τὶς ὀρφανὲς ἐλιές του καὶ τ᾿ ἀμπέλια του,
σφίγγει τὰ δόντια. Δὲν ὑπάρχει νερό. Μονάχα φῶς.
Ὁ δρόμος χάνεται στὸ φῶς κι ὁ ἴσκιος τῆς μάντρας εἶναι σίδερο.
Μαρμάρωσαν τὰ δέντρα, τὰ ποτάμια κ᾿ οἱ φωνὲς μὲς στὸν ἀσβέστη τοῦ ἥλιου.
Ἡ ρίζα σκοντάφτει στὸ μάρμαρο. Τὰ σκονισμένα σκοίνα.
Τὸ μουλάρι κι ὁ βράχος. Λαχανιάζουν. Δὲν ὑπάρχει νερό.
Ὅλοι διψᾶνε. Χρόνια τώρα. Ὅλοι μασᾶνε μία μπουκιὰ οὐρανὸ πάνου ἀπ᾿ τὴν πίκρα τους.
Τὰ μάτια τους εἶναι κόκκινα ἀπ᾿ τὴν ἀγρύπνια,
μία βαθειὰ χαρακιὰ σφηνωμένη ἀνάμεσα στὰ φρύδια τους
σὰν ἕνα κυπαρίσσι ἀνάμεσα σὲ δυὸ βουνὰ τὸ λιόγερμα.
Τὸ χέρι τους εἶναι κολλημένο στὸ ντουφέκι
τὸ ντουφέκι εἶναι συνέχεια τοῦ χεριοῦ τους
τὸ χέρι τους εἶναι συνέχεια τῆς ψυχῆς τους –
ἔχουν στὰ χείλια τους ἀπάνου τὸ θυμὸ
κ᾿ ἔχουνε τὸν καημὸ βαθιὰ-βαθιὰ στὰ μάτια τους
σὰν ἕνα ἀστέρι σὲ μία γοῦβα ἁλάτι.
Ὅταν σφίγγουν τὸ χέρι, ὁ ἥλιος εἶναι βέβαιος γιὰ τὸν κόσμο
ὅταν χαμογελᾶνε, ἕνα μικρὸ χελιδόνι φεύγει μὲς ἀπ᾿ τ᾿ ἄγρια γένειά τους
ὅταν κοιμοῦνται, δώδεκα ἄστρα πέφτουν ἀπ᾿ τὶς ἄδειες τσέπες τους
ὅταν σκοτώνονται, ἡ ζωὴ τραβάει τὴν ἀνηφόρα μὲ σημαῖες καὶ μὲ ταμποῦρλα.
Τόσα χρόνια ὅλοι πεινᾶνε, ὅλοι διψᾶνε, ὅλοι σκοτώνονται
πολιορκημένοι ἀπὸ στεριὰ καὶ θάλασσα,
ἔφαγε ἡ κάψα τὰ χωράφια τους κ᾿ ἡ ἁρμύρα πότισε τὰ σπίτια τους
ὁ ἀγέρας ἔριξε τὶς πόρτες τους καὶ τὶς λίγες πασχαλιὲς τῆς πλατείας
ἀπὸ τὶς τρῦπες τοῦ πανωφοριοῦ τους μπαινοβγαίνει ὁ θάνατος
ἡ γλῶσσα τους εἶναι στυφὴ σὰν τὸ κυπαρισσόμηλο
πέθαναν τὰ σκυλιά τους τυλιγμένα στὸν ἴσκιο τους
ἡ βροχὴ χτυπάει στὰ κόκκαλά τους.
Διαφήμιση Εξωτερικού συνδέσμου
Διαφήμιση Εξωτερικού συνδέσμου
Πάνου στὰ καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τὴ σβουνιὰ καὶ τὴ νύχτα
βιγλίζοντας τὸ μανιασμένο πέλαγο ὅπου βούλιαξε
τὸ σπασμένο κατάρτι τοῦ φεγγαριοῦ.
Τo ψωμὶ σώθηκε, τὰ βόλια σώθηκαν,
γεμίζουν τώρα τὰ κανόνια τους μόνο μὲ τὴν καρδιά τους.
Τόσα χρόνια πολιορκημένοι ἀπὸ στεριὰ καὶ θάλασσα
ὅλοι πεινᾶνε, ὅλοι σκοτώνονται καὶ κανένας δὲν πέθανε –
πάνου στὰ καραούλια λάμπουνε τὰ μάτια τους,
μία μεγάλη σημαία, μία μεγάλη φωτιὰ κατακόκκινη
καὶ κάθε αὐγὴ χιλιάδες περιστέρια φεύγουν ἀπ᾿ τὰ χέρια τους
γιὰ τὶς τέσσερις πόρτες τοῦ ὁρίζοντα.
Γιάννης Ρίτσος – Ἡ σονάτα τοῦ σεληνόφωτος
Ἀνοιξιάτικο βράδι. Μεγάλο δωμάτιο παλιοῦ σπιτιοῦ. Μιὰ ἡλικιωμένη γυναίκα ντυμένη στὰ μαῦρα μιλάει σ᾿ ἕναν νέο. Δὲν ἔχουν ἀνάψει φῶς. Ἀπ᾿ τὰ δυὸ παράθυρα μπαίνει ἕνα ἀμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα νὰ πῶ ὅτι ἡ γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα ἔχει ἐκδώσει δυό-τρεῖς ἐνδιαφέρουσες ποιητικὲς συλλογὲς θρησκευτικῆς πνοῆς. Λοιπόν, ἡ Γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα μιλάει στὸν νέο.
Ἄφησέ με ναρθῶ μαζί σου. Τί φεγγάρι ἀπόψε! Εἶναι καλὸ τὸ φεγγάρι, – δὲ θὰ φαίνεται ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου. Τὸ φεγγάρι θὰ κάνει πάλι χρυσὰ τὰ μαλλιά μου. Δὲ θὰ καταλάβεις. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Ὅταν ἔχει φεγγάρι, μεγαλώνουν οἱ σκιὲς μὲς στὸ σπίτι, ἀόρατα χέρια τραβοῦν τὶς κουρτίνες, ἕνα δάχτυλο ἀχνὸ γράφει στὴ σκόνη τοῦ πιάνου λησμονημένα λόγια – δὲ θέλω νὰ τ᾿ ἀκούσω. Σώπα.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου λίγο πιὸ κάτου, ὡς τὴ μάντρα τοῦ τουβλάδικου, ὡς ἐκεῖ ποὺ στρίβει ὁ δρόμος καὶ φαίνεται ἡ πολιτεία τσιμεντένια κι ἀέρινη, ἀσβεστωμένη μὲ φεγγαρόφωτο τόσο ἀδιάφορη κι ἄϋλη, τόσο θετικὴ σὰν μεταφυσικὴ ποὺ μπορεῖς ἐπιτέλους νὰ πιστέψεις πὼς ὑπάρχεις καὶ δὲν ὑπάρχεις πὼς ποτὲ δὲν ὑπῆρξες, δὲν ὑπῆρξε ὁ χρόνος κ᾿ ἡ φθορά του. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Θὰ καθίσουμε λίγο στὸ πεζούλι, πάνω στὸ ὕψωμα, κι ὅπως θὰ μᾶς φυσάει ὁ ἀνοιξιάτικος ἀέρας μπορεῖ νὰ φαντάζουμε κιόλας πὼς θὰ πετάξουμε, γιατί, πολλὲς φορές, καὶ τώρα ἀκόμη, ἀκούω τὸ θόρυβο τοῦ φουστανιοῦ μου, σὰν τὸ θόρυβο δυὸ δυνατῶν φτερῶν ποὺ ἀνοιγοκλείνουν, κι ὅταν κλείνεσαι μέσα σ᾿ αὐτὸν τὸν ἦχο τοῦ πετάγματος νιώθεις κρουστὸ τὸ λαιμό σου, τὰ πλευρά σου, τὴ σάρκα σου, κι ἔτσι σφιγμένος μὲς στοὺς μυῶνες τοῦ γαλάζιου ἀγέρα, μέσα στὰ ρωμαλέα νεῦρα τοῦ ὕψους, δὲν ἔχει σημασία ἂν φεύγεις ἢ ἂν γυρίζεις οὔτε ἔχει σημασία ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου, δὲν εἶναι τοῦτο ἡ λύπη μου – ἡ λύπη μου εἶναι ποὺ δὲν ἀσπρίζει κ᾿ ἡ καρδιά μου. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Τὸ ξέρω πὼς καθένας μοναχὸς πορεύεται στὸν ἔρωτα, μοναχὸς στὴ δόξα καὶ στὸ θάνατο. Τὸ ξέρω. Τὸ δοκίμασα. Δὲν ὠφελεῖ. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Φορές-φορές, τὴν ὥρα ποὺ βραδιάζει, ἔχω τὴν αἴσθηση πὼς ἔξω ἀπ᾿ τὰ παράθυρα περνάει ὁ ἀρκουδιάρης μὲ τὴν γριὰ βαριά του ἀρκούδα μὲ τὸ μαλλί της ὅλο ἀγκάθια καὶ τριβόλια σηκώνοντας σκόνη στὸ συνοικιακὸ δρόμο ἕνα ἐρημικὸ σύννεφο σκόνη ποὺ θυμιάζει τὸ σούρουπο καὶ τὰ παιδιὰ ἔχουν γυρίσει σπίτια τους γιὰ τὸ δεῖπνο καὶ δὲν τ᾿ ἀφήνουν πιὰ νὰ βγοῦν ἔξω μ᾿ ὅλο ποὺ πίσω ἀπ᾿ τοὺς τοίχους μαντεύουν τὸ περπάτημα τῆς γριᾶς ἀρκούδας -κ᾿ ἡ ἀρκούδα κουρασμένη πορεύεται μὲς στὴ σοφία τῆς μοναξιᾶς της, μὴν ξέροντας γιὰ ποῦ καὶ γιατί -ἔχει βαρύνει, δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ χορεύει στὰ πισινά της πόδια δὲν μπορεῖ νὰ φοράει τὴ δαντελένια σκουφίτσα της νὰ διασκεδάζει τὰ παιδιά, τοὺς ἀργόσχολους τοὺς ἀπαιτητικοὺς καὶ τὸ μόνο ποὺ θέλει εἶναι νὰ πλαγιάσει στὸ χῶμα ἀφήνοντας νὰ τὴν πατᾶνε στὴν κοιλιά, παίζοντας ἔτσι τὸ τελευταῖο παιχνίδι της, δείχνοντας τὴν τρομερή της δύναμη γιὰ παραίτηση, τὴν ἀνυπακοή της στὰ συμφέροντα τῶν ἄλλων, στοὺς κρίκους τῶν χειλιῶν της, στὴν ἀνάγκη τῶν δοντιῶν της, τὴν ἀνυπακοή της στὸν πόνο καὶ στὴ ζωὴ μὲ τὴ σίγουρη συμμαχία τοῦ θανάτου -ἔστω κ᾿ ἑνὸς ἀργοῦ θανάτου- τὴν τελική της ἀνυπακοὴ στὸ θάνατο μὲ τὴ συνέχεια καὶ τὴ γνώση τῆς ζωῆς ποὺ ἀνηφοράει μὲ γνώση καὶ μὲ πράξη πάνω ἀπ᾿ τὴ σκλαβιά της.
Μὰ ποιὸς μπορεῖ νὰ παίξει ὡς τὸ τέλος αὐτὸ τὸ παιχνίδι; Κ᾿ ἡ ἀρκούδα σηκώνεται πάλι καὶ πορεύεται ὑπακούοντας στὸ λουρί της, στοὺς κρίκους της, στὰ δόντια της, χαμογελώντας μὲ τὰ σκισμένα χείλια της στὶς πενταροδεκάρες ποὺ τὶς ρίχνουνε τὰ ὡραῖα καὶ ἀνυποψίαστα παιδιὰ ὡραῖα ἀκριβῶς γιατί εἶναι ἀνυποψίαστα καὶ λέγοντας εὐχαριστῶ. Γιατί οἱ ἀρκοῦδες ποὺ γεράσανε τὸ μόνο ποὺ ἔμαθαν νὰ λένε εἶναι: εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Συχνὰ πετάγομαι στὸ φαρμακεῖο ἀπέναντι γιὰ καμιὰν ἀσπιρίνη ἄλλοτε πάλι βαριέμαι καὶ μένω μὲ τὸν πονοκέφαλό μου ν᾿ ἀκούω μὲς στοὺς τοίχους τὸν κούφιο θόρυβο ποὺ κάνουν οἱ σωλῆνες τοῦ νεροῦ, ἢ ψήνω ἕναν καφέ, καί, πάντα ἀφηρημένη, ξεχνιέμαι κ᾿ ἑτοιμάζω δυὸ – ποιὸς νὰ τὸν πιεῖ τὸν ἄλλον;- ἀστεῖο ἀλήθεια, τὸν ἀφήνω στὸ περβάζι νὰ κρυώνει ἢ κάποτε πίνω καὶ τὸν δεύτερο, κοιτάζοντας ἀπ᾿ τὸ παράθυρο τὸν πράσινο γλόμπο τοῦ φαρμακείου σὰν τὸ πράσινο φῶς ἑνὸς ἀθόρυβου τραίνου ποὺ ἔρχεται νὰ μὲ πάρει μὲ τὰ μαντίλια μου, τὰ σταβοπατημένα μου παπούτσια, τὴ μαύρη τσάντα μου, τὰ ποιήματά μου, χωρὶς καθόλου βαλίτσες – τί νὰ τὶς κάνεις; – Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
«Α, φεύγεις; Καληνύχτα.» Ὄχι, δὲ θἄρθω. Καληνύχτα. Ἐγὼ θὰ βγῶ σὲ λίγο. Εὐχαριστῶ. Γιατί ἐπιτέλους, πρέπει νὰ βγῶ ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ τσακισμένο σπίτι. Πρέπει νὰ δῶ λιγάκι πολιτεία, -ὄχι, ὄχι τὸ φεγγάρι – τὴν πολιτεία μὲ τὰ ροζιασμένα χέρια της, τὴν πολιτεία τοῦ μεροκάματου, τὴν πολιτεία ποὺ ὁρκίζεται στὸ ψωμὶ καὶ στὴ γροθιά της τὴν πολιτεία ποὺ ὅλους μας ἀντέχει στὴν ράχη της μὲ τὶς μικρότητές μας, τὶς κακίες, τὶς ἔχτρες μας, μὲ τὶς φιλοδοξίες, τὴν ἄγνοιά μας καὶ τὰ γερατειά μας,-ν᾿ ἀκούσω τὰ μεγάλα βήματα τῆς πολιτείας, νὰ μὴν ἀκούω πιὰ τὰ βήματά σου μήτε τὰ βήματα τοῦ Θεοῦ, μήτε καὶ τὰ δικά μου βήματα. Καληνύχτα.
Τὸ δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πὼς κάποιο σύννεφο θἄκρυβε τὸ φεγγάρι. Μονομιᾶς, σὰν κάποιο χέρι νὰ δυνάμωσε τὸ ραδιόφωνο τοῦ γειτονικοῦ μπάρ, ἀκούστηκε μία πολὺ γνώστη μουσικὴ φράση. Καὶ τότε κατάλαβα πὼς ὅλη τούτη τὴ σκηνὴ τὴ συνόδευε χαμηλόφωνα ἡ «Σονάτα τοῦ Σεληνόφωτος», μόνο τὸ πρῶτο μέρος. Ὁ νέος θὰ κατηφορίζει τώρα μ᾿ ἕνα εἰρωνικὸ κ᾿ ἴσως συμπονετικὸ χαμόγελο στὰ καλογραμμένα χείλη του καὶ μ᾿ ἕνα συναίσθημα ἀπελευθέρωσης. Ὅταν θὰ φτάσει ἀκριβῶς στὸν Ἅη-Νικόλα, πρὶν κατεβεῖ τὴ μαρμαρίνη σκάλα, θὰ γελάσει, -ἕνα γέλιο δυνατό, ἀσυγκράτητο. Τὸ γέλιο του δὲ θ᾿ ἀκουστεῖ καθόλου ἀνάρμοστα κάτω ἀπ᾿ τὸ φεγγάρι. Ἴσως τὸ μόνο ἀνάρμοστο νἆναι τὸ ὅτι δὲν εἶναι καθόλου ἀνάρμοστο. Σὲ λίγο, ὁ Νέος θὰ σωπάσει, θὰ σοβαρευτεῖ καὶ θὰ πεῖ «Ἡ παρακμὴ μιᾶς ἐποχῆς». Ἔτσι, ὁλότελα ἥσυχος πιά, θὰ ξεκουμπώσει πάλι τὸ πουκάμισό του καὶ θὰ τραβήξει τὸ δρόμο του. Ὅσο γιὰ τὴ γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα, δὲν ξέρω ἂν βγῆκε τελικὰ ἀπ᾿ τὸ σπίτι. Τὸ φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Καὶ στὶς γωνιὲς τοῦ δωματίου οἱ σκιὲς σφίγγονται ἀπὸ μίαν ἀβάσταχτη μετάνοια, σχεδὸν ὀργή, ὄχι τόσο γιὰ τὴ ζωὴ ὅσο γιὰ τὴν ἄχρηστη ἐξομολόγηση. Ἀκοῦτε; τὸ ραδιόφωνο συνεχίζει.
Ποιήματα
- «Τρακτέρ» (1934)
- «Πυραμίδες» (1935)
- «Επιτάφιος» (1936)
- «Το τραγούδι της αδελφής μου» (1937)
- «Μια πυγολαμπίδα φωτίζει τη νύχτα» (1937)
- «Εαρινή συμφωνία» (1938)
- «Το εμβατήριο του ωκεανού» (1940)
- «Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής» (1943)
- «Δοκιμασία» (1943)
- «Ο σύντροφός μας» (1945)
- «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο» (1952)
- «Αγρύπνια» (1954)
- «Πρωινό άστρο» (1955)
- «Η σονάτα του σεληνόφωτος» (1956)
- «Χρονικό» (1957)
- «Αποχαιρετισμός» (1957)
- «Χειμερινή διαύγεια» (1957)
- «Πέτρινος χρόνος» (1957)
- «Οι γειτονιές του κόσμου» (1957)
- «Οταν έρχεται ο ξένος» (1958)
- «Ανυπόταχτη πολιτεία» (1958)
- «Η αρχιτεκτονική των δέντρων» (1958)
- «Οι γερόντισσες κ’ η θάλασσα» (1959)
- «Υδρία» (1957)
- «Το παράθυρο» (1960)
- «Η γέφυρα» (1960)
- «Ο Μαύρος Αγιος» (1961)
- «Το νεκρό σπίτι» (1962)
- «Κάτω απ’ τον ίσκιο του βουνού» (1962)
- «Το δέντρο της φυλακής και οι γυναίκες» (1963)
- «12 ποιήματα για τον Καβάφη» (1963)
- «Μαρτυρίες Α» (1963)
- «Παιχνίδια τ’ ουρανού και του νερού» (1964)
- «Φιλοκτήτης» (1965)
- «Ρωμιοσύνη» (1966)
- «Μαρτυρίες Β» (1966)
- «Ορέστης» (1966)
- «Όστραβα» (1967)
- «Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα» (1972)
- «Η Ελένη» (1972)
- «Χειρονομίες» (1972)
- «Τέταρτη διάσταση» (1972)
- «Η επιστροφή της Ιφιγένειας» (1972)
- «Χρυσόθεμις» (1972)
- «Ισμήνη» (1972)
- «18 Λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας» (1973)
- «Διάδρομος και σκάλα» (1973)
- «Γκραγκάντα» (1973)
- «Σεπτήρια και Δαφνηφόρια» (1973)
- «Ο αφανισμός της Μήλος» (1974)
- «Υμνος και θρήνος για την Κύπρο» (1974)
- «Καπνισμένο τσουκάλι» (1974)
- «Κωδωνοστάσιο» (1974)
- «Χάρτινα» (1974)
- «Ο τοίχος μέσα στον καθρέφτη» (1974)
- «Η Κυρά των Αμπελιών» (1975)
- «Η τελευταία προ Ανθρώπου Εκατονταετία» (1975)
- «Τα επικαιρικά» (1975)
- «Ημερολόγιο εξορίας» (1975)
- «Μαντατοφόρες» (1975)
- «Θυρωρείο» (1976)
- «Το μακρινό» (1977)
- «Γιγνεσθαι» (1977)
- «Βολιδοσκόπος» (1978)
- «Τοιχοκολλητής» (1978)
- «Τροχονόμος» (1978)
- «Η Πύλη» (1978)
- «Το σώμα και το αίμα» (1978)
- «Μονεβασιώτισσες» (1978)
- «Το τερατώδες αριστούργημα» (1978)
- «Φαίδρα» (1978)
- «Λοιπόν;» (1978)
- «ο ρόπτρο»(1978)
- «Γραφή Τυφλού» (1979)
- «Αναστάσιμο Μνημόσυνο» (1980)
- «Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού» (1980)
- «Διαφάνεια» (1980)
- «Πάροδος» (1980)
- «Μονόχορδα» (1980)
- «Τα ερωτικά» (1981)
- «Συντροφικά τραγούδια» (1981)
- «Υπόκωφα» (1982)
- «Μονοβασιά» (1982)
- «Το χορικό των σφουγγαράδων» (1983)
- «Τειρεσίας» (1983)
- «Με το σκούντημα του αγκώνα» (1984)
- «Ταναγραίες» (1984)
- «Ανταποκρίσεις» (1987)
- «3Χ111 Τρίστιχα» (1987)
- «Αργά πολύ αργά μέσα στη νύχτα» (1991)
Θεατρικά
- Μια γυναίκα πλάι στη θάλασσα (1942)
- Πέρα απ’τον ίσκιο των κυπαρισσιών (1947)
- Τα ραβδιά των τυφλών (1959)
- Ο λόφος με το συντριβάνι
Μεταφράσεις
- Α.Μπλόκ: Οι δώδεκα (1957)
- Ανθολογία Ρουμανικής ποίησης (1961)
- Αττίλα Γιόζεφ: Ποιήματα (1963)
- Μαγιακόφσκι: Ποιήματα (1964)
- Ντόρας Γκαμπέ: Εγώ, η μητέρα μου και ο κόσμος (1965)
- Ιλία ‘Ερεμπουργκ: Το δέντρο (1966)
- Ναζίμ Χικμέτ: Ποιήματα (1966)
- Ανθολογία Τσέχων και Σλοβάκων ποιητών (1966)
- Νικόλας Γκιλλιέν: Ο μεγάλος ζωολογικός κήπος (1966)
- Α.Τολστόη : Η γκρινιάρα κατσίκα (1976)
- Φ.Φαριάντ: Ονειρα με χαρταετούς και περιστέρια (1988)
- Χο τσι Μινχ: Ημερολόγιο της φυλακής
ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ: Ορισμένα αναρτώμενα πολυμέσα από το διαδίκτυο στους ιστότοπους μας, όπως εικόνες & κυρίως video που αναρτούμε (με τη σχετική σημείωση της πηγής η οποία αναγράφεται πάνω και μέσα στην ίδια την προβολή τους), αναδημοσιεύονται θεωρώντας ότι είναι δημόσιας προβολής χρήσης και αναδημοσίευσης. Αν υπάρχουν δικαιώματα συγγραφέων, καλλιτεχνών, μουσικών, τραγουδοποιών, συγκροτημάτων, δισκογραφικών εταιρειών, κινηματογραφιστών, φωτογράφων, η ιδιοκτητών καναλιών στα διαδικτυακά πολυμέσα, παρακαλούμε ενημερώστε μας για να τα αφαιρέσουμε. Επίσης σημειώνεται ότι οι απόψεις του ιστολoγίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα άρθρων συνεργατών και αυτό δε μας δεσμεύει ως επιχείρηση. Για άρθρα και διαφημιστικό υλικό που δημοσιεύονται εδώ, ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρουμε καθώς το πρώτο απηχεί την προώθηση και προβολή των διαφημιζόμενων και το δεύτερο αποκλειστικά τις απόψεις των συντακτών τους και δεν δεσμεύουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο το ιστολόγιο και τις ιστοσελίδες μας.
Το portal istosch data &technologies lab χρησιμοποιεί μόνο πρωτογενή άρθρα των συντακτών και συνεργατών του. Κάνει αναδημοσιεύσεις μόνο από αυτούς και με την δική τους συναίνεση από τα δικά τους ηλεκτρονικά έντυπα και δίνει επίσης σε αυτούς το δικαίωμα της αναδημοσίευσης. Οποιοσδήποτε άλλος θέλει να αναδημοσιεύσει οτιδήποτε πρέπει να έχει την έγγραφη άδεια του portal, istosch data &technologies lab που εκπροσωπείται δια του αρχισυντάκτη του. Διαβάστε τους όρους παροχής και χρήσης του δικαιώματος η μη αναδημοσίευσης των κειμένων.
Ενισχύστε οικονομικά την επιβίωση του portal “istosch data &technologies lab“ Ενισχύστε την επιστημονική και καλλιτεχνική παρέμβαση στο διαδίκτυο
Στις δύσκολες εποχές, που το λαϊκό εισόδημα στενάζει και όλα τα οικονομικά αποθέματα εξαϋλώνονται κατά γεωμετρική πρόοδο, τα προς το ζειν μέσα από ένα ισχνό μισθό, δεν φτάνουν ούτε για “αέρα κοπανιστό”, και δεν μας οδηγούν στο “ευ ζειν”, άπαντα γίνονται δύσκολα για όλους.
Με ένα εξοντωτικό φορολογικό νόμο, που αφανίζει τους αυτοαπασχολούμενους και μεγαλώνει την κερδοφορία των πολύ μεγάλων επιχειρήσεων, μετατρέποντας ουσιαστικά τη χώρα φορολογικό παράδεισο για τις πολυεθνικές, εμείς κρατάμε ζωντανό το όνειρο μας, σε ένα περιβάλλον που θέλει πολύ δύναμη και πολλές θυσίες για να επιβιώσεις.
Το Εναλλακτικό κι Ανεξάρτητο Κέντρο Τεχνολογίας - Διαδικτύου καθώς και το E - Funzine (portal) μας, συνεχίζουν να εργάζονται αδιάκοπα και με πάθος, βάζοντας ζητήματα πολιτισμού, τέχνης, ανθρωπιστικών, κοινωνικών επιστημών, αλλά και θετικών, καθώς και τεχνολογίας στο τελευταίο, με προτάσεις κι αναλύσεις που βοηθούν τον ελεύθερο μας χρόνο και να αναπτύξουμε μια άλλου είδους κοινωνική και κυρίως ταξική συνείδηση, που σήμερα βρίσκεται στο στόχαστρο.
Με πολύ κόπο και μεγάλη διάθεση προσφοράς, αλλά και με αίσθημα ευθύνης, ειδικά σε αυτή τη φάση, σε αυτές τις δυσμενείς οικονομικές συνθήκες, κάθε μικρή ενίσχυση για την παραπέρα συνέχεια του portal είναι πολύ σημαντική.
Σας ευχαριστούμε εκ των προτέρων για τη βοήθεια σας και σας ευχόμαστε καλές ηλεκτρονικές Περιηγήσεις, με μια υπόσχεση από μας, ότι κάνουμε το καλύτερο δυνατόν, πάνω και μέσα στα πλαίσια της εποχής.